- ὁλόσχιστα
- ὁλόσχιστοςcut out in one pieceneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολόσχιστος — ὁλόσχιστος, ον (Α) αυτός που έχει τελείως αποσχιστεί, ο εντελώς αποσχισμένος, («τῶν περικαλυμμάτων τὰ μὲν ὁλόσχιστα, σύνθετα δὲ ἕτερα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύ σχιστος] … Dictionary of Greek